Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τον φανταστικό κίνδυνο από τον πραγματικό.
Κάποτε ένας σπουδαίος βασιλιάς στη μακρινή ανατολή, φοβόταν για το βασίλειό του τόσο πολύ καιρό που στο τέλος ήταν τόσο θλιμμένος, ώστε απέφευγε και δεν ήθελε να δει κανέναν…
Μάταια η βασίλισσα του μιλούσε για έναν γερό σοφό (αυτούς με τις τόσο μακριές άσπρες γενειάδες, που χρησιμεύουν και σαν σχοινί για να ανεβάζουν πράγματα, στα πολύ ψηλά βράχια που μένουν)… “Αν πάω θα τον πνίξω στα νερά της θλίψης μου”, της είπε ο βασιλιάς… Τελικά ένα βράδυ, η βασίλισσα απηύδησε… Έβαλε και τον κοίμισαν με κάποιο φυτικό σκεύασμα…
Ο βασιλιάς ξύπνησε μετά από ώρες, από τον παγωμένο αέρα που φυσούσε στα μάτια του… Ανοίγοντάς τα, είδε μπροστά του έναν γέρο σοφό με μια πραγματικά πολύ μεγάλη άσπρη γενειάδα να τον κοιτάει… Κοίταξε αριστερά δεξιά… Βρίσκονταν σε έναν πανύψηλο βράχο που στεκόταν σαν κολόνα μέσα στη θάλασσα…
“Τι σε απασχολεί;” τον ρώτησε ο γέρος… Ο βασιλιάς απάντησε “Γιατί να σου πω τι με απασχολεί… έχεις ακούσει τόσα προβλήματα, θα σε κουράσω κι εγώ”; Ο γέρος χαμογέλασε…”εσύ νομίζεις ότι ακούω προβλήματα και κουράζομαι, ενώ η αλήθεια είναι ότι όταν ακούω προβλήματα, βλέπω αμέσως τις λύσεις τους και ξεκουράζομαι…
Εσύ εστιάζεις στο δυσάρεστο γιατί θεωρείς κάτι αξεπέραστο, εγώ εστιάζω στο πραγματικό, ότι τίποτα δεν υπάρχει που να μη λύνεται… Εσύ κλείστηκες στον εαυτό σου γιατί δεν έβλεπες φως, εγώ ξέρω ότι όταν είμαι στο σκοτάδι δεν είναι ντροπή να μου δώσει κάποιος έναν πυρσό για να δω… Εσύ νομίζεις ότι ακούω προβλήματα, εγώ ακούω νότες που απλά δεν είναι συγχρονισμένες…”.
Το ενδιαφέρον του βασιλιά ζωντάνεψε… Αφού τα είπε όλα στον γερό σοφό ήρθε η ώρα να φύγει… Ο βράχος όμως ήταν πανύψηλος σαν κολόνα και αδύνατον να κατέβει… “Θα πρέπει να κρατηθείς από τη γενειάδα μου και να κατέβεις”, του είπε ο γέρο σοφός… “Μα πώς, θα τσακιστώ και θα πέσω”, είπε ο βασιλιάς…
“Τόσον καιρό είσαι κλεισμενος σε ένα δωμάτιο σα να μη ζεις αλλά τώρα φοβάσαι μήπως πέσεις”; είπε ο γέρος… “άρα θες να ζήσεις αλλά το αναβάλλεις… Οπότε αν με εμπιστευτείς ότι μπορείς να κατέβεις από τη γενειάδα μου, θα έχεις κάνει έναν άθλο που θα έχεις να θυμάσαι… Και όταν πας να ξαναστενοχωρηθείς θα θυμάσαι ότι ο μόνος πραγματικός φόβος ήταν μην πέσεις από δω…”.
Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να εμπιστευτεί τον γέρο σοφό… Πιάστηκε από την άσπρη γενειάδα που ήταν πολλά πολλά μέτρα και σιγά σιγά κατέβηκε…
Όταν κατέβηκε, ο γέρος σοφός τον περίμενε κάτω… Του έδειξε ένα ναυάγιο που βρισκόταν αρκετά μακριά από την ακτή… “Θέλω να κολυμπήσεις ως εκεί και πάλι πίσω”, του είπε ο γέρος… “Μα είναι τουλάχιστον σαράντα λεπτά της ώρας να φτάσω μόνο”, είπε ο βασιλιάς…
Ο γέρος τον κοίταξε “αν δεν σου δείξω τι μπορείς να καταφέρεις, θα φοβάσαι πάντα, γιατί αγνοείς τις ικανότητές σου… θα είμαι δίπλα σου στην προσπάθειά σου και δε θα κινδυνεύσεις…”.
Ο βασιλιάς ξεκίνησε να κολυμπάει και στα μισά του δρόμου άρχισε να κουράζεται και να λαχανιάζει… Γύρισε ανάσκελα ώστε να επιπλέει και να πάρει κάποιες ανάσες… Μόλις ξεκουράστηκε συνέχισε… Έφτασε στο ναυάγιο και ξαναξεκίνησε να επιστρέψει στην ακτή… Όταν έφτασε ο γέρο σοφός του είπε… “έκανες ένα βήμα να ξεχωρίζεις τον φανταστικό κίνδυνο από τον πραγματικό”…
Από τότε, σε καθε δυσκολία που συναντούσε και φοβόταν ο βασιλιάς, σκεφτόταν αν απειλούσε τη ζωή του στην πραγματικότητα ή στη φαντασία του… Το ότι κατέβηκε έναν πανύψηλο βράχο, το ότι κολύμπησε τόσο μακριά, ήταν τόσο σπουδαίο ώστε κάθε απειλή έδειχνε να ωχριά μπροστά σε αυτά…
Κατορθώματα που δεν ξέχασε ποτέ…
Γράφει ο Νικόλαος Γ. Βακόνδιος, Ψυχολόγος, Πτυχιούχος Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πηγή: myxalandri.gr