Είναι εντυπωσιακό ότι ετυμολογικά η λέξη «ψυχή» προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «ψύχω» ( «πνέω»),ότι αρχικό περιεχόμενο της έννοιας της ψυχής υπήρξε η «πνοή», δηλαδή η βιολογική λειτουργία της αναπνοής, η οποία χαρακτηρίζει τους ζωντανούς οργανισμούς.
Κατ αυτόν τον τρόπο και ο όρος έμψυχα όντα αναφέρεται ετυμολογικά στα όντα που έχουν την βιολογική λειτουργία της αναπνοής.
Στον Όμηρο παρατηρείται πιθανά για πρώτη φορά στην αρχαιοελληνική γραμματεία, η απόδοση στον όρο ψυχή, χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των ανθρώπων και νοητικών λειτουργιών όπως σκέψεις, αναμνήσεις, συναισθήματα,
τα οποία «διατηρούνταν αναλλοίωτα», όταν μετά το τέλος της ζωής τους, οι άνθρωποι βρίσκονταν στα Ηλύσια Πεδία.
Σε αυτή την μικρή ιστορική αναδρομή, αναφέρει ο ψυχολόγος κ. Νικόλαος Βακόνδιος, βλέπουμε πόσο από την αρχή περιπλέχθηκαν οι έννοια της προσωπικότητας και του φιλοσοφικού, θρησκευτικού όρου της ψυχής.
Πως ορίζουμε επιστημονικά την προσωπικότητα;
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος όταν ερχόμαστε στην ζωή, διαθέτει έναν έμφυτο γενετικό «εξοπλισμό» τρόπων-σχημάτων συμπεριφοράς για την προσαρμογή μας στο περιβάλλον. Για παράδειγμα, τέτοιοι είναι το κλάμα του νεογνού με βιολογικό σκοπό να προσελκύσει την προστασία των ενηλίκων, το σεξουαλικό ένστικτο με σκοπό την διαιώνιση του είδους κλπ.
Επιπλέον αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «ιδιοσυγκρασία», είναι κατά 40% θα λέγαμε γενετικά κληρονομημένο από τους γονείς μας, όμως αυτό δεν σημαίνει πολλά καθώς η προσωπικότητά μας θα διαμορφωθεί τελικά από την αλληλεπίδραση με το πολύ σημαντικό ποσοστό του 60% που διαδραματίζει το περιβάλλον, πρωταρχικά οι γονείς μας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το γενετικό δυναμικό μας απλά καθορίζει ότι «μπορούμε» να γίνουμε η α, η β, η ε προσωπικότητα και όχι η φ, χ, ψ προσωπικότητα, το ποια από αυτές όμως θα προκύψει, θα είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης του μυαλού μας με το περιβάλλον.
Έτσι για παράδειγμα πολλοί άνθρωποι μπορούν να διδαχθούν την κλασσική μουσική και να γίνουν εξαιρετικοί μουσικοί, το έμφυτο όμως δυναμικό τους προκαθορίζει το αν θα μπορέσουν να φτάσουν στο επίπεδο ενός Μότσαρτ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αν υπάρχει προδιάθεση μιας προσωπικότητας να είναι πιο αγχώδης, αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Ένα συχνό λάθος είναι η «απόδοση» από τους ανθρώπους τρόπων, χαρακτηριστικών της συμπεριφοράς τους, όπως το άγχος, στην έννοια «χαρακτήρας» ή «προσωπικότητα», οι οποίες σημαίνουν στην καθομιλουμένη κάτι το οποίο δεν μεταβάλλεται στην ζωή.
Είναι εντυπωσιακό ότι επιστημονικά γνωρίζουμε ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Ας δούμε ένα παράδειγμα μιας εργαζόμενης μητέρας η οποία βιώνει άγχος, προσπαθώντας να συνδυάσει τους ρόλους της. Αποφεύγει να ζητήσει από την δική της μητέρα την φύλαξη για κάποιες ώρες του παιδιού, «φοβούμενη» ότι θα δείξει λιγότερο «ικανή» απέναντι στην μητέρα της. Καθώς δεν έχει «συνείδηση» του «φόβου» απέναντι στην μητέρα της, θεωρεί τον χαρακτήρα της ως «αγχώδη».
Με τον όρο Προσωπικότητα, εννοούμε αυτό το διακριτό σύνολο που χαρακτηρίζουμε εαυτό, και το οποίο αποτελείται από σχετικά σταθερά σχήματα διαντίδρασης και αλληλεπίδρασης του ατόμου με το περιβάλλον, όπως για παράδειγμα ο τάδε που θυμώνει σχετικά εύκολα, ο δείνα ο οποίος αγχώνεται σχετικά εύκολα. Προσωπικότητα δεν σημαίνει μόνο την συμπεριφορά μας προς τους άλλους, αλλά και το πως αντιδρούμε, νιώθουμε, σκεφτόμαστε απέναντι σε εξωτερικά ερεθίσματα ή εσωτερικά, για παράδειγμα σε δικές μας σκέψεις. Ακόμη και το πως εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, αν τα εξωτερικεύουμε ή όχι.
Αποτελεί όμως θεμελιώδους σημασία η κατανόηση ότι η προσωπικότητά μας είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό, «προϊόν μάθησης», γεγονός που εξηγεί γιατί ακόμη και μονοζυγωτικά δίδυμα με ίδιο γενετικό υλικό, αναπτύσσουν διαφορετικές προσωπικότητες. Η κατανόηση της έννοιας αυτής είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι ειδάλλως δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η επιστημονική θεμελίωση του αντικειμένου της ψυχολογίας και της ψυχοθεραπείας στον καθημερινό άνθρωπο.
Γνωρίζουμε ότι η μάθηση δεν είναι μία απλή διαδικασία όπως την ζούμε. Όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, το περιεχόμενό του «αποθηκεύεται» στον εγκέφαλό μας μέσω της δημιουργίας συνάψεων (νέων ενώσεων των εγκεφαλικών κυττάρων). Όταν μαθαίνουμε να οδηγούμε αυτοκίνητο, θα μπορούσαμε απλουστευμένα πολύ να πούμε, ότι ένας μεγάλος αριθμός εγκεφαλικών κυττάρων «ενώνεται» σε μία «συνεργασία, προκειμένου να εκτελεί την «διαδικασία» της οδήγησης. Πρόκειται για το τεράστιο «δίσκο ηχογράφησης» του μυαλού μας, σαν τα παλιά γραμμόφωνα. Μόνο που το συγκεκριμένο έχει μία ασύλληπτη χωρητικότητα αποθήκευσης και όχι μόνο.
Έχουμε την ικανότητα να έχουμε πρόσβαση στο συνειδητό ή και στο ασυνείδητο μέρος αυτής της τεράστιας μνήμης, να «επεξεργαζόμαστε» ξανά τα περιεχόμενά της και να «εξάγουμε» έτσι και νέες πληροφορίες. Κατ αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να δώσουμε ένα απλοποιημένο υποθετικό παράδειγμα, για το πως νόηση και μνήμη διαμορφώνουν σταδιακά την «εικόνα» που έχουμε για τον εαυτό μας, η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την συμπεριφορά μας απέναντι σε νέες εμπειρίες που συναντούμε κάθε μέρα.
Ένα από τα πιο δύσκολα να κατανοηθούν, «αντικείμενα» που μαθαίνει το μυαλό μας, είναι η εκμάθηση συμπεριφορών, ακόμα και συναισθηματικών αντιδράσεων. Από μικρή ηλικία, η συμπεριφορά των γονέων, μεταξύ τους, προς το νεογνό, είναι αντικείμενο παρατήρησης από αυτό, «αποθήκευσης», επεξεργασίας και εξαγωγής «συμπερασμάτων, σχεδόν όπως αργότερα ως ενήλικες θα παρατηρούμε τον δάσκαλο οδήγησης. Έτσι, αν μία μητέρα είναι υπερπροστατευτική και δεν αφήνει το παιδί να εξερευνήσει, το περιβάλλον του, αυτό μπορεί να «αποθηκευτεί» από το παιδί ως μία συμπεριφορά που πρέπει να αποφεύγεται.
Το μυαλό του μπορεί επίσης να αποθηκεύσει τον φόβο της μητέρας για την συμπεριφορά του, με αποτέλεσμα, η ίδια συμπεριφορά πλέον να δημιουργεί και στο ίδιο, χωρίς να είναι παρούσα η μητέρα. Το συναίσθημα του φόβου, η «ανασφάλεια» που μαθαίνει να νιώθει το άτομο, μπορεί αργότερα να γενικευτεί και σε καταστάσεις που μοιάζουν με αυτή που εμποδίστηκε από την μητέρα. Μπορεί ακόμα και να δημιουργηθεί μία γενική «εικόνα» ανασφάλειας-έλλειψης ικανοτήτων να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, αν οι υπερπροστατευτικές παρεμβάσεις των γονέων είναι συνεχείς. Αυτή η ανασφάλεια, μπορεί να δημιουργεί άγχος σε συνθήκες όπως πχ εξετάσεις στο σχολείο, όπου και γι αυτόν τον λόγο το άτομο να έχει μειωμένες επιδόσεις. Είναι πολύ φυσικό η αρχή αυτού του «μίτου της Αριάδνης» να μην είναι συνειδητή στο άτομο, πολλές φορές ούτε στους γονείς του, οι οποίοι δεν λειτούργησαν παρά μονάχα με καλή πρόθεση. Εδώ ταιριάζει ξανά το παράδειγμα της «αγχώδους» μητέρας που αναφέραμε προηγουμένως.
Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της αιτιολόγησης των λόγων:
Α) Ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι η προσωπικότητα δεν μεταβάλλεται στον χρόνο, θεωρούν για παράδειγμα ότι το άγχος με το οποίο μπορεί να αντιμετωπίζουν καταστάσεις, είναι «έμφυτο» με την έννοια ότι δεν μπορούν να το «σταματήσουν», «δεν αλλάζει» όπως συχνά νομίζουν. Η αιτιολογία αυτής της πεποίθησης οφείλεται στο γεγονός, ότι ο ίδιος ο άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός παρατηρητής και «αναλυτής» των αλληλεπιδράσεων του με το περιβάλλον από την βρεφική ηλικία, ούτε μπορεί λόγω γνώσεων αλλά και υποκειμενικότητας να «μεταβάλλει» τις επιδράσεις αυτές.
Η μεταβολή των επιδράσεων αυτών είναι εφικτή και αποτελεί συχνό αντικείμενο της ψυχολογίας (αποφεύγοντας εδώ για λόγους στερεοτύπων,τον όρο ψυχοθεραπεία, ο οποίος ετυμολογικά αναφέρεται στην ψυχή, και όχι στην νόησή μας). Και είναι θεμελιώδης ο ρόλος της επεξεργασίας (με τη νόηση) από τον άνθρωπο, με την καθοδήγηση του ειδικού, των επιδράσεων στην προσωπικότητά του, οι οποίες μπορεί να αποτελούν την πραγματική αιτία ενός άγχους και όχι οι διάφορες καταστάσεις.. Είναι όμως απαραίτητο να κατανοήσουμε το εξής για το θαυμαστό ανθρώπινο μυαλό , στα πρότυπα του οποίου κατασκεύασε ο άνθρωπος τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ένας σημαντικός τρόπος με τον οποίο μπορούμε να έχουμε «πρόσβαση» σε αυτό, είναι η εγκεφαλική λειτουργία του ανθρώπινου λόγου. Ο νους μας επεξεργάζεται τον λόγο, «χρησιμοποιεί» τον λόγο για να εκφράσει συναισθήματα, ανακαλούμε πράγματα από την μνήμη μας, επειδή μπορεί συγκεκριμένες λέξεις να τις «φέρουν» πάλι στην συνείδησή μας.
Β)Το μυαλό μας διαθέτει «μηχανισμούς», πολύπλοκους στο να αναλυθούν, οι οποίοι αποσκοπούν πρωτογενώς στο να μας προστατέψουν, μακροπρόθεσμα όμως μας βλάπτουν, «αλλοιώνοντας» την ερμηνεία του ανθρώπου για τον ίδιο του τον εαυτό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μηχανισμός της άρνησης, όπως του ανθρώπου που πίνει αλκοόλ συστηματικά, «πείθοντας τον εαυτό του ότι το ελέγχει, του ανθρώπου που βιώνει έντονο άγχος ή μελαγχολία και αποφεύγει την επαφή με ειδικό, από φόβο ότι πρόκειται για κάτι μη ιάσιμο, το οποίο «θεωρεί» ότι θα ακούσει «επίσημα», από το στόμα του ειδικού. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρακτική ο ειδικός συναντά ανθρώπους, οι οποίοι πέρασαν ακόμα και χρονικά διαστήματα δέκα ετών ψυχοφθόρας ταλαιπωρίας τους, μέχρι να βρουν το θάρρος να επισκεφθούν ειδικού και να υπάρξει ίαση. Φόβος ο οποίος σε ένα βαθμό είναι αναμενόμενος κρίνοντας από την εικόνα που έχει ο μέσος άνθρωπος για την ψυχολογία. Από την μία πλευρά, καθώς ο κάθε άνθρωπος λειτουργεί ως ένας «καθημερινός αναλυτής» του εαυτού του και των άλλων, υπάρχει η φυσιολογική «ψευδαίσθηση ότι ο ειδικός «γνωρίζει» την ανθρώπινη συμπεριφορά κατά τον ίδιο τρόπο. Επιπλέον, επιδράσεις στην ανατροφή από το περιβάλλον, κυρίως προς το ανδρικό φύλο, δημιουργούν την αίσθηση ότι ο άνθρωπος «πρέπει» να γνωρίζει και να αντιμετωπίζει τα πάντα γύρω από τον εαυτό του, ειδάλλως δεν είναι συναισθηματικά «ισχυρός».
Σε ένα βαθμό και η ψυχολογία μπορεί να μπερδεύει επιπρόσθετα όσον αφορά την υπάρχουσα άγνοια για το αντικείμενό της , καθώς συχνά εστιάζεται η θεματολογία της στην ανάλυση των σχέσεων των δύο φύλων και μόνο, ή άθελά της ενισχύει το στερεότυπο ότι το «ψυχικό» κομμάτι, σημαίνει κάτι το μη ιάσιμο, κάτι το «άυλο». Δεν είναι παράξενο ότι κάποιες φορές οι γιατροί μπορεί να ντραπούν να προτείνουν σε έναν άνθρωπο, έχοντας αποκλείσει την οργανική αιτιολογία με εξετάσεις, την επιστήμη της ψυχολογίας, από φόβο μήπως «προσβάλλουν» τον άνθρωπο αυτόν, με το στίγμα της ψυχικής ασθένειας. Από την άλλη πλευρά, πολλοί γιατροί συχνά, γνωρίζουν να προτείνουν με λεπτότητα, εξηγώντας ότι στην ψυχολογία δεν «ευσταθεί» συχνά και γι αυτό δεν χρησιμοποιείται ο όρος ασθενής,
Τελικά μεταβάλλεται η προσωπικότητά μας κατά την διάρκεια της ζωής μας; η απάντηση είναι ναι, σε όλη μας την ζωή, μέσα από τις εμπειρίες και την επεξεργασία τους από το ανθρώπινο μυαλό που γίνεται ασυνείδητα και συνεχώς. Συχνά όμως παρατηρούμε εντυπωσιακές μεταβολές στην συμπεριφορά ανθρώπων που πέρασαν ή περνούν ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, καθώς το μυαλό τους «υποχρεώνεται» από τις συνθήκες να «επανεξετάσει» και να ιεραρχήσει, τις αξίες στην ζωή τους, τους τρόπους συμπεριφοράς τους, αν αξίζει να αγχώνονται για πράγματα που έμοιαζαν προτεραιότητες ενώ δεν ήταν τόσο, αν θεωρούσαν τις ανάγκες των άλλων προτεραιότητα δική τους, σε σημείο που να παραμελούν τον εαυτό τους ή να νιώθουν και άγχος προσπαθώντας να ανταποκριθούν στα πάντα. Τέτοια παραδείγματα δείχνουν πόσο ισχυρή είναι η μάθηση των «σχημάτων συμπεριφοράς» προς το περιβάλλον, καθώς και ότι δεν πρέπει να «αφήνεται» στις εμπειρίες της ζωής, η αλλαγή τους, εφ όσον το άτομο διαισθάνεται κάποια δυσφορία στην καθημερινότητά του.